πολυφωνία

πολυφωνία
πολυφωνίᾱ , πολυφωνία
variety of tones
fem nom/voc/acc dual
πολυφωνίᾱ , πολυφωνία
variety of tones
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυφωνίᾳ — πολυφωνίᾱͅ , πολυφωνία variety of tones fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφωνία — Συνήχηση και συνδυασμός σε μια ηχητική ενότητα δύο ή περισσότερων μελωδικών γραμμών (φωνών ή μερών), που διατηρούν τουλάχιστο τη μελωδική, συχνά και τη ρυθμική τους ανεξαρτησία, και διέπονται από τους κανόνες της αντίστιξης, όπως αυτοί… …   Dictionary of Greek

  • πολυφωνία — η 1. ποικιλία από φωνές, από φθόγγους. 2. μουσική σύνθεση που εκτελείται με πολλές φωνές και όργανα. 3. μτφ., ελεύθερη έκφραση διαφορετικών απόψεων, πλουραλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυφωνίας — πολυφωνίᾱς , πολυφωνία variety of tones fem acc pl πολυφωνίᾱς , πολυφωνία variety of tones fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφωνίαν — πολυφωνίᾱν , πολυφωνία variety of tones fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυφωνίαις — πολυφωνία variety of tones fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • πολυφωνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυφωνία (α. «πολυφωνική μουσική σύνθεση» β. «πολυφωνικό άσμα»). επίρρ... πολυφωνικώς και ά κατά τρόπο πολυφωνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυφωνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”